διοικήσεις

διοικήσεις
διοίκησις
housekeeping
fem nom/voc pl (attic epic)
διοίκησις
housekeeping
fem nom/acc pl (attic)
διοικέω
keep house
aor subj act 2nd sg (epic)
διοικέω
keep house
fut ind act 2nd sg
διοικέω
keep house
aor subj act 2nd sg (epic)
διοικέω
keep house
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Grecia — Para otros usos de este término, véase Grecia (desambiguación). «Griegos» redirige aquí. Para otras acepciones, véase griego. «Griegas» redirige aquí. Para otras acepciones, véase griega. Ελληνική Δημοκρατία Ellinikí Dimokratía República Helénica …   Wikipedia Español

  • вълагатисѧ — ВЪЛАГА|ТИСѦ (8*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Страд. к вълагати в 1 знач. Перен. Вмешиваться: не вълагаи сѩ въ срѣдѹ б<е>сѣды. (μὴ παρεμβάλλου) Изб 1076, 147 об. 2. Вълагатисѩ въ (что л.) – подвергаться чему л.: и въ такова˫а жестокопрѣбывани˫а. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Decentralized Administration of Macedonia and Thrace — Not to be confused with the General Secretariat for Macedonia and Thrace. Decentralized Administration of Macedonia and Thrace Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας Θράκης   Decentralized Administration of Greece   Country …   Wikipedia

  • Modern regions of Greece — Not to be confused with Traditional geographic divisions of Greece. Greece This article is part of the series: Politics and government of Greece …   Wikipedia

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”